Oμολογία Θεόδωρος Πρεκεζές

«Δια τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα, το υπέρ παν όνομα. Δια να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός.» Προς Φιλιππησίους β΄ 9-11.

Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό ο αδελφός μας Θεόδωρος Πρεκεζές από την εκκλησία της Καλαμάτας.

Αδελφέ Θόδωρε αυτή την εποχή νομίζω όμως μένεις στην Αθήνα;

Ναι, είχα κάνει μια αίτηση με την πρόσφατη προκήρυξη που είχε γίνει για θέσεις εργασίας στο Δημόσιο και με πήρανε εδώ στην Αθήνα. Είχα κάνει και για τη Καλαμάτα αίτηση αλλά για μερικά μόρια μπήκε κάποιος άλλος. Τώρα είμαστε ακόμα προσωρινοί και περιμένουμε να βγούνε τα τελικά αποτελέσματα και να δούμε τι θέλει τελικά ο Θεός να γίνει. Η οικογένεια μου είναι προς το παρόν στη Καλαμάτα, εκεί είναι το σπίτι μας και αν πάνε όλα καλά θα κατέβω και θα τους φέρω κάποια στιγμή.

Η καταγωγή σου είναι από την Καλαμάτα;

Όχι, η καταγωγή μου είναι από τη Σκάλα Λακωνίας. Μια κωμόπολη έξω από τη Σπάρτη. Εκεί γεννήθηκα και εκεί μεγάλωσα μέσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια, με τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια κι ένα κορίτσι, εγώ είμαι ο προτελευταίος. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι βιοπαλαιστές, ασχολιόντουσαν με αγροτικές εργασίες και ο πατέρας μου ήταν και αυτοκινητιστής, δούλευε σε φορτηγά.

Σαν οικογένεια είχατε σχέση με τον Θεό;

Τυπική σχέση. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία. Πιο πολύ κάθε Πάσχα. Αυτό που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια σαν πνευματική εμπειρία, δυστυχώς δεν ήταν κάτι από τον Θεό. Όταν ήμουν τεσσάρων χρονών μέναμε σε ένα σπίτι πάνω στο βουνό, κοντά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Μια μέρα λοιπόν όπως ήμουν έξω, είδα ξαφνικά μπροστά μου μια σκοτεινή μορφή -έμοιαζε σαν κάτι εικόνες Ινδιάνων που βάζουν στα φορτηγά- που με κοιτούσε με μίσος, με κακία. Ένοιωσα ότι είναι κάτι κακό, απειλητικό και πήγα μέσα γρήγορα και κρύφτηκα. Και αυτός που είδα ήταν ο εχθρός πιστεύω, ο Διάβολος, ο οποίος ήθελε να κάνει κακό στο σπίτι μας. Γιατί πραγματικά μετά από λίγα χρόνια έγινε ένα τραγικό γεγονός, όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός μου ο μεγάλος σε ηλικία 14 χρονών.

Θέλεις να μας πεις τι έγινε ακριβώς;

Ήτανε ανήμερα του Πάσχα το 1983 και ήμασταν με κάποιους συγγενείς στο σπίτι και τρώγαμε. Ξαφνικά μας τηλεφώνησε η αστυνομία κι εγώ σαν παιδάκι θυμάμαι την εικόνα που ανέβηκε η μάνα μου να σηκώσει το τηλέφωνο και μετά καθώς κατέβαινε από τη σκάλα χτυπούσε το κεφάλι της με τα χέρια της γι’ αυτό που της είχανε ανακοινώσει. Ότι: “βρήκαμε το παιδί σας νεκρό, σκοτωμένο”. Ήταν ένας ανώμαλος άνθρωπος εκεί στο χωριό -κρυφός, μόνο οι γονείς του ξέρανε τι ήτανε- ο οποίος είχε μπει σε μια παρέα παιδιών στη καφετέρια και προσπαθούσε να «ψαρέψει» ας πούμε, κάποιο παιδί. Παρέσυρε τον αδελφό μου με κάποια δικαιολογία σε ένα απόμερο μέρος κοντά στη καφετέρια και όταν το παιδί αρνήθηκε να κάνει αυτά που ήθελε και προσπάθησε να φύγει, αυτός, για να μην μαθευτεί το γεγονός, τον σκότωσε. Τον χτύπησε στο κεφάλι με πέτρες και μετά τον έπνιξε σε ένα ποτάμι δίπλα. Περάσαμε φοβερές στιγμές. Να βλέπω τον αδελφό μου στο φέρετρο, με τυλιγμένο το κεφάλι του με γάζες, ήταν μια εικόνα που με τραυμάτισε μέσα στη ψυχή μου. Ο πατέρας μου δήλωσε από την πρώτη στιγμή ότι θα τον σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο. Και μετά από οχτώ μέρες, όταν τον πήραν με πολιτικό λεωφορείο (για να μην δώσουν στόχο) για να τον πάνε στη φυλακή, το έμαθε ο πατέρας μου, τους ακολούθησε και όταν έκαναν στάση στο Άργος, μπήκε μέσα με ένα περίστροφο και τον σκότωσε.

Το θυμάμαι το γεγονός γιατί είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα στον Τύπο. Και θυμάμαι ότι υπήρχε τότε διάχυτη η άποψη σε όλη την κοινωνία ότι: «καλά του έκανε.» Εσύ τώρα σαν συνειδητός χριστιανός που είσαι, πως βλέπεις αυτή την πράξη;

Πράγματι όλοι αυτό λέγανε. Ακόμα και οι συγγενείς αυτού του ανθρώπου. Θα σου πω χαρακτηριστικά ότι όταν μαθεύτηκε αυτό που έκανε ο πατέρας μου, χτυπάγανε οι καμπάνες του χωριού μας χαρμόσυνα. Και στο δικαστήριο δικάστηκε μόνο σε πέντε χρόνια φυλακή και τελικά κάθισε μέσα δυόμιση. Όμως τώρα σαν χριστιανός βλέπω ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να αφαιρέσει μια ψυχή. Όσα δίκια και να έχει. Γιατί κάνοντας κάποιος αυτή τη πράξη φορτώνει τη ψυχή του με πολύ μεγάλο βάρος. Και η Αγία Γραφή μας λέει ότι: «η οργή του ανθρώπου δεν εργάζεται την δικαιοσύνη του Θεού.» Βέβαια όταν έχεις άγνοια του Λόγου του Θεού ενεργείς με τα δικά σου κριτήρια κι εμείς τότε ήμασταν οικογενειακώς στην άγνοια. Όταν βγήκε ο πατέρας μου από τη φυλακή, η μάνα μου είχε το φόβο ότι θα γίνει κι άλλο κακό στην οικογένειά μας. Γιατί της λέγανε οι άνθρωποι ότι μάλλον μας έχουν κάνει μάγια. Ψάχνοντας κάποιον για να την βοηθήσει, έφθασε μέχρι την Θεσσαλονίκη, όπου της είπαν ότι είναι κάποιος «ειδικός» και αυτός της είπε ότι όντως έχουν γίνει μάγια και ότι υπάρχει μια κατάρα για να σκοτωθούν και τα τρία τα αγόρια της. Και της είπε ότι θα κινδυνέψουμε αλλά τελικά δεν θα σκοτωθούμε. Και πραγματικά κι εγώ και ο αδελφός μου κινδυνεύσαμε αργότερα σε πολύ σοβαρά τροχαία ατυχήματα. Της έδωσε ένα φυλαχτό για να το βάλουμε κάτω από το μαξιλάρι και της είπε να λέμε κάθε βράδυ μια προσευχή: «Ο Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει.» Μας σύστησε δηλαδή να επικαλούμαστε το όνομα του Χριστού.

Το: “υπέρ παν όνομα”.

Ναι, και αυτό πιστεύω ότι μας φύλαξε τελικά και όχι κάποιο ξόρκι ή κάποιο φυλαχτό. Πάντα όμως υπήρχε στη ζωή μου ο φόβος. Ότι θα πάθω κάτι κακό, ότι θα πάθει κάτι ο αδελφός μου ο μικρός. Μέχρι που όταν ήμουν σε ηλικία 15 χρονών άκουσε για το ευαγγέλιο και πίστεψε ο γαμπρός μου, ο άντρας της αδελφής μου. Μετά πίστεψε η αδελφή μου και μετά μίλησαν στο χωριό σε άλλα τέσσερα άτομα και πίστεψαν και αυτοί. Έβλεπα στα πρόσωπα τους ότι είχαν πολύ αγάπη, ότι είχαν πολύ χαρά κι αυτό μου άρεσε πολύ και θέλησα να προσκολληθώ κι εγώ κοντά τους. Εκκλησιαζόμασταν τότε στην εκκλησία της Σπάρτης, την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής. Μπαίναμε όλοι μαζί σε ένα φορτηγάκι, στην καρότσα και πηγαίναμε 100 χιλιόμετρα δρόμο πήγαινε-έλα. Ακούγαμε στη διαδρομή κασέτες με ύμνους, ψέλναμε κι εμείς και ήταν πολύ όμορφα.

Ξεκίνησες τότε να διαβάζεις και το Ευαγγέλιο;

Ναι, μου το πρότεινε ο γαμπρός μου και είχα ξεκινήσει και διάβαζα. Όλα αυτά όμως κράτησαν μέχρι που άρχισε ο ονειδισμός. Συγγενείς, φίλοι, άρχισαν να με ονειδίζουν, να λένε διάφορα σε βάρος μου και αυτό δεν το άντεξα στην ηλικία που ήμουνα. Απομακρύνθηκα από τα πράγματα του Θεού και για δέκα χρόνια περίπου έζησα μέσα στον κόσμο και μέσα στην αμαρτία. Εκεί μου συνέβησαν διάφορα. Άρχισε να μου αρέσει ο κίνδυνος κι έκανα πράγματα παράτολμα. Ανέβαινα ψηλά σε βράχια και πήδαγα με το κεφάλι μέσα στη θάλασσα… Με τη μηχανή έκανα συνέχεια σούζες… Πήγα στον στρατό στις ειδικές δυνάμεις και πηδούσα από τα αεροπλάνα με αλεξίπτωτα… Και με το αυτοκίνητο έτρεχα πάντα πάρα πολύ και μια φορά παρά λίγο να σκοτωθώ κιόλας. Βγήκα από τον δρόμο, έπεσα πάνω σε μια ελιά με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ίσα που βγήκα ζωντανός. Το αμάξι το πέταξα για να καταλάβεις. Και όλοι μου λέγανε: «είχες άγιο που βγήκες ζωντανός από αυτό το αυτοκίνητο.»

Το καταλάβαινες ότι έκανε χάρη ο Θεός στη ζωή σου και σε φύλαγε;

Το καταλάβαινα αλλά δεν ήθελα να γυρίσω πάλι στον ονειδισμό που είχα ζήσει. Και συνέχιζα. Μέχρι που σε ηλικία 25 χρονών ήρθε η ώρα του Θεού. Είχα κάνει τότε μια εταιρεία με τον πατέρα μου και με ένα συνέταιρο, ένα παρασκευαστήριο έτοιμου μπετόν. Είχαμε πολύ δουλειά και περάσανε για ένα διάστημα πολλά λεφτά από τα χέρια μας. Από φτωχοί αγρότες, σε κάποια στιγμή είχαμε γίνει μπορώ να σου πω, νεόπλουτοι. Όμως ο Κύριος είχε άλλους στόχους από τους δικούς μας γιατί όταν είσαι μέσα στα πλούτη και μέσα στην καλοπέραση το μόνο που δεν σκέφτεσαι είναι ο Χριστός. Έτσι λοιπόν ενώ δίναμε τα λεφτά στον συνέταιρο για να πληρώνει τις υποχρεώσεις, αυτός πήγαινε και τα έπαιζε στον τζόγο και κάποια στιγμή άρχισαν να έρχονται εξώδικα από τις τράπεζες. Αποχωρήσαμε τότε εμείς από την εταιρεία και αυτή ήταν η στιγμή που εγώ τα είχα βάψει όλα μαύρα. Πήγαινα σπίτι, κλεινόμουνα στο δωμάτιο και δεν ήθελα να δω κανέναν. Και είχα και μια καραμπίνα στο ντουλάπι και συνέχεια σκεφτόμουνα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Είχανε διαψευστεί τα όνειρα μου, ότι θα φτάσω κάπου κι εγώ μέσα στον κόσμο, ότι θα γίνω “κάποιος” και όλα αυτά σε συνδυασμό με μια απογοήτευση που είχα περάσει με μια κοπέλα με είχαν φθάσει στην απελπισία. Κι ενώ λοιπόν ήμουνα μέσα στο δωμάτιο μια μέρα και είχα πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσω, τότε ήρθε ο Κύριος.

Ήσουν αποφασισμένος να το κάνεις;

Ναι, είχα αποφασίσει ότι δεν αξίζει άλλο να ζω. Εκείνη την ώρα, λίγο πριν κατεβάσω το όπλο, ήρθε στο μυαλό μου ο γαμπρός μου, που άνοιγε το Ευαγγέλιο και μου μιλούσε για τον Χριστό. Και μιλώντας στον Θεό είπα: «Δεν βλέπεις τι γίνεται; Άμα υπάρχεις έλα να σε νοιώσω εδώ τώρα, έλα να σε δω…» Δεν πρόλαβα να το πω και ενώ ήταν σκοτάδι, αργά το βράδυ και κοιμόντουσαν όλοι στα δωμάτια τους, άστραψε ξαφνικά ένα φως και μπήκε ένας αέρας μέσα στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες κουνιόντουσαν με κλειστά τα τζάμια και καταλάβαινα ότι υπήρχε κάποια παρουσία. Όμως ένοιωθα ότι είναι κάτι ασφαλές, ότι δεν είναι κάτι κακό. Είπα: «Θεέ μου, εσύ είσαι;» Και ακούω μια φωνή, λες και την άκουσε όλη η γη εκείνη την ώρα: «Εγώ είμαι παιδί μου.» Έπεσα αμέσως κάτω, λύθηκα κι έκλαιγα με λυγμούς. Και καθώς θυμόμουν διάφορες αμαρτίες που είχα κάνει -ερχόντουσαν στο μυαλό μου λες κι έβλεπα ένα βίντεο- τις έδινα στον Κύριο κι έλεγα: «συγχώρα με και για εκείνο, συγχώρα με και για το άλλο.» Την άλλη μέρα ήμουν πραγματικά ένας άλλος άνθρωπος. Ένοιωθα τόση αγάπη, που και τον χειρότερο εχθρό μου να έβλεπα, θα του μίλαγα. Και από τα πάθη μου όλα ήμουν ελεύθερος. Για χρόνια κάπνιζα 3 πακέτα τσιγάρα την ημέρα και δεν μπορούσα να το κόψω με τίποτε. Από τότε δεν ξανακάπνισα ποτέ, το είχε πάρει ο Κύριος. Κατευθείαν πήρα τηλέφωνο την αδελφή μου στην Αθήνα και της είπα τι έγινε. Μου λέει: «Θοδωρή έχεις αναγεννηθεί.» Το είπε στους αδελφούς εκεί στο χωριό, ήρθανε, με βρήκανε και τα χαμόγελα τους φθάνανε μέχρι τα αυτιά τους από την χαρά που είχανε.

Αυτά τα χρόνια είχες επαφή μαζί τους;

Τους έβλεπα στο δρόμο αλλά τους χαιρετούσα ψυχρά, τους απέφευγα. Το ίδιο βράδυ πήγα μαζί τους στην εκκλησία στη Σπάρτη. Όταν μπήκαμε μέσα ήταν ώρα προσευχής και γονάτισα κι εγώ και ξεκίνησα να προσεύχομαι. Άρχισαν να περνάνε διάφορα από το μυαλό μου και πρώτα ήρθε η εικόνα του αδελφού μου που τον είχανε σκοτώσει. Και στη πορεία της ζωής μου πολλές φορές τον σκεφτόμουνα, σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό κι έλεγα: «Θεέ μου γιατί τον πήρες;» Όπως λοιπόν πάλι εκείνη τη στιγμή έλεγα: «Γιατί Θεέ μου τον πήρες;» θυμήθηκα ξαφνικά ένα όνειρο που είχε δει η αδελφή μου. Τον είχε δει να είναι λευκοφορεμένος, με λευκά ιμάτια. Ένοιωσα μια μεγάλη παρηγοριά μέσα μου και είπα: «Πιστεύω Θεέ μου ότι τον έχεις πάρει κοντά Σου.» Μετά πάλι μίλησα στον Θεό (από μέσα μου πάντα) και του είπα: «Από αυτά τα μάγια που μας έκαναν τότε Κύριε, από αυτές τις κατάρες που μας έριξαν, πιστεύω τώρα που είμαι κοντά Σου να είμαι ασφαλής.» Εκείνη την ώρα σηκώθηκε μια προφητεία από την άλλη μεριά της αίθουσας και μου μίλησε ο Κύριος με το όνομα μου: «Υιέ μου Θεόδωρε, στην εκκλησία μου την αγία που σε έφερα, μάγια και κατάρες δεν θα σε ξαναπιάσουν.» Οπότε μου έδειξε και ότι μάγια και κατάρες υπάρχουν (στους ανθρώπους που δεν είναι κοντά στον Χριστό) και ότι η εκκλησία Του ήταν αυτή που βρισκόμουνα. Γιατί είχα κάποιες αμφιβολίες μέσα μου.

Δεν ήξερες και καλά ακόμα τον Λόγο του Θεού.

Ναι πράγματι. Μετά που βαπτίστηκα στο νερό ξεκίνησα να διαβάζω συνέχεια και μου αποκαλυπτόταν ο Λόγος. Και λίγα χρόνια αργότερα έλαβα το Πνεύμα το Άγιο στην Τρίπολη. Να πούμε όμως πρώτα ότι ζητούσα από τον Κύριο να παντρευτώ και μου χάρισε μια πολύ ευλογημένη σύζυγο, την Αθηνά. Την κόρη του αδελφού μας Θόδωρου Μητσέα από την Τρίπολη. Με έκλεξαν μετά οι αδελφοί να υπηρετήσω και σαν διάκονος την τοπική εκκλησία ώσπου αργότερα μεταφερθήκαμε οικογενειακώς στη Καλαμάτα. Και σιγά-σιγά άρχισαν και στη δική μας ζωή τα προβλήματα. Οι δοκιμασίες εν Κυρίω. Ο Θεός μας χάρισε τρία αγόρια, τον Πάνο, τον Πάρη και τον Στέφανο. Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο Πάνος περάσαμε μια μεγάλη δοκιμασία κι εκεί είδαμε το χέρι του Θεού. Το χτύπησε το παιδί ένας σπάνιος ιός, σαν μηνιγγίτιδα, σαν εγκεφαλίτιδα, παρέλυσαν τα χέρια του και τα πόδια του και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Από το νοσοκομείο στην Καλαμάτα μας έστειλαν επειγόντως με το ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Παίδων στην Αθήνα και η γυναίκα μου ήταν μαζί με το παιδί ενώ εγώ ακολουθούσα από πίσω με το αυτοκίνητο. Προσευχόμασταν ένθερμα και στα μισά του δρόμου, ενώ το παιδί ήταν σε κώμα μέσα στο ασθενοφόρο, ξύπνησε θεραπευμένο. Είχε πλήρη διαύγεια, έλεγε την ιστορία του Δαυίδ και του Γολιάθ και η γιατρός που ήταν μαζί του είχε μείνει άναυδη. Και όταν ήρθαμε στην Αθήνα κι έκανε όλες τις εξετάσεις δεν είχε τίποτε. Θυμάμαι ακόμα τη γιατρό να τρέχει στο διάδρομο του νοσοκομείου με τις εξετάσεις στα χέρια και να μου φωνάζει: “κύριε Πρεκεζέ, κύριε Πρεκεζέ, είμαστε καθαροί, είμαστε καθαροί…!”
Και οι γιατροί συνήθως δεν εκφράζονται έτσι γιατί έχουν σκληρύνει με αυτά που βλέπουν κάθε μέρα.
Ναι, όμως και σε αυτή τη περίπτωση και στη δεύτερη που θα σου πω τώρα, οι γιατροί είχαν εντυπωσιαστεί με αυτά που έγιναν. Είχε πάθει η Αθηνά χολή ενώ ήταν έγκυος στον έβδομο μήνα στο τρίτο μου γιό, τον Στέφανο. Ήταν δύσκολη η περίπτωση όμως βρήκαμε τελικά ένα γιατρό στο νοσοκομείο “Έλενα” που δέχτηκε να μας αναλάβει. Μπήκαμε μέσα, έγινε η εγχείριση αλλά μετά υπήρχαν επιπλοκές. Η γυναίκα μου έχανε αίμα και είχε γίνει κάτασπρη σαν το πανί. Έφευγε. Προσευχόμασταν, είχαμε ζητήσει προσευχή κι από όλους τους αδελφούς και τελικά μόλις ανέβηκε λίγο ο αιματοκρίτης, ξαναμπήκε η Αθηνά στο χειρουργείο, της πήραν το παιδί πρόωρα κι αποκατέστησαν και την αιμορραγία. Θυμάμαι μόλις τέλειωσε το χειρουργείο -για να σου ολοκληρώσω αυτό που λέγαμε πριν για τους γιατρούς- με πήρε αγκαλιά ο χειρούργος και μου λέει: “πρέπει να είστε πολύ καλοί άνθρωποι. Γιατί αλλιώς ήθελα να τα κάνω τα πράγματα μέσα στο χειρουργείο, αλλιώς γίνανε τελικά κι ευτυχώς που γίνανε έτσι.”

Κατάλαβε το χέρι του Θεού επάνω του;

Ναι κατάλαβε ότι κάποιος άλλος κινούσε τα νήματα και αυτός ήταν βέβαια ο Κύριος. Δεν σου είπα ότι όταν φεύγαμε για να κάνει η Αθηνά την εγχείριση μού μίλησε ο Κύριος μέσα από έναν ύμνο. Εκείνη την εποχή μόλις με είχανε απολύσει και από τη δουλειά μου -αδίκως μάλιστα- και είχανε έρθει όλα μαζί. Και μου μίλησε ο Θεός με αυτόν τον ύμνο που λέει: “σηκώνονται τα κύματα πελώρια, χτυπούνε το καράβι να το σπάσουν, βουλή Κυρίου έθεσε τα όρια και ξέρουν όπου να ‘ναι θα κοπάσουν”. Κι επειδή είχα φόβο ότι θα χάσουμε το παιδί ο ύμνος έλεγε: “ο Κύριος θα δώσει το αγαθό, και η γη θα δώσει τον καρπό”. Και κατάλαβα τότε ότι όλα θα πάνε καλά. Στην εκπομπή του αδελφού Πέτρου Ζαφείρογλου: “Ωδές σωτηρίας” (εκπομπή 43η) στο κανάλι Word of God, το διηγούμαι το γεγονός με λεπτομέρειες αν θέλει κάποιος να το δει. Ο Κύριος έκανε στη ζωή μας θαυμαστές ενέργειες και όταν περνούσαμε ανεργία και φτώχεια. Ήμασταν άνεργοι και δεν άδειαζε ποτέ το ψυγείο μας. Δεν ξέρω πως γινότανε κι ήταν πάντα γεμάτο με τρόφιμα. Και όλα αυτά αδελφέ που περάσαμε σαν οικογένεια δεν μας κάνανε κακό τελικά, καλό μας κάνανε. Γιατί περνώντας τέτοιες δοκιμασίες γινόμαστε πιο δυνατοί και αυξανόμαστε στη πίστη. Και την πίστη την έχουμε μεγάλη ανάγκη στη πορεία μας προς τον ουρανό, μας είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να τερματίσουμε εκείνη την ευλογημένη μέρα τον δρόμο μας.